- λαίμαργον
- λαίμαργοςgreedy: masc /fem acc sgλαίμαργοςgreedy: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
λαίμαργον — λαίμαργος greedy masc/fem acc sg λαίμαργος greedy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek